ἔμαθ'

ἔμαθ'
ἔμαθε , μανθάνω
learn
aor ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • γριά — η (AM γραῑα, Α και γραῡς και γρηΰς) ηλικιωμένη γυναίκα νεοελλ. 1. θωπευτική ονομασία για τη μητέρα, τη σύζυγο ή την πεθερά 2. τηγανίτα 3. παροιμ. α) «η γριά το μισοχείμωνο ξυλάγγουρο γυρεύει» έχει κάποιος άκαιρες και παράλογες αξιώσεις β) «έμαθ η …   Dictionary of Greek

  • Αιμάθ — Ελληνική απόδοση από τους Ο’ του εβραϊκού Χαμάτ, αρχαιότατης χετιτικής πόλης της Συρίας κοντά στον Ορόντη ποταμό. Στην Παλαιά Διαθήκη απαντάται και ως Εμάθ (Αριθ. λδ’ 8, Ιησ. Ναυή ιγ’ 5) ή Ημάθ (Γ’ Βασιλ. η’ 65). Στην εύφορη περιοχή της ο Σολομών …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”